- ευλογητικός
- -ή, -ό και βλογητικός, -ιά, -ό (Μ εὐλογητικός, -ή, -ό και βλογητικός, -ιά, -ό και βλοητικός, -ιά, -ό) [ευλογητής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής3. το θηλ. ως ουσ. η ευλογητική και -ιάη νόμιμη σύζυγοςμσν.1. αυτός που επαινεί, που εγκωμιάζει («δεῑν τὸν σπουδαῑον ἄνδρα εὐλογητικὸν εἶναι καὶ μὴ σκωπτικόν», Ευστ.)2. (για οικογενειακή σχέση) νόμιμος (σύζυγος, γιος κ.λπ.).επίρρ...ευλογητικώς και -ά (Μ εὐλογητικῶς και -ά)με τρόπο ευλογητικό («οὐκ εἶχον εὐλογητικῶς τοῑς τούτοις προσφέρεσθαι», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.